φορομπηχτικός

φορομπηχτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φορομπήχτη (βλ. λ.): Φορομπηχτική πολιτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φορομπηχτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υψηλή ή άδικη φορολογία (α. «φορομπηχτική πολιτική» β. «φορομπηχτικό νομοσχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορομπήχτης. Το επί θ., στον λόγιο τ. φορομπηκτικός, μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”